- εριπλευρος
- ἐρίπλευροςἐρί-πλευρος2с крепкими боками
(φυά Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φυά Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερίπλευρος — ἐρίπλευρος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + πλευρος (< πλευρά)] … Dictionary of Greek
ἐριπλεύρῳ — ἐρίπλευρος with sturdy sides masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek